- ταρακτής
- ὁ, Μ [ταράσσω]ταράκτης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταράκτης — disturber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράκτης — ὁ, Α [ταράσσω] αυτός που επιφέρει ταραχή … Dictionary of Greek
ταράκταις — ταράκτης disturber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράκτην — ταράκτης disturber masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TARAXIPPUS — I. TARAXIPPUS Deus cultus ab Eleis, cuius ara erat, in stadiodromo, ad ipsum aggeris exitum, figurâ rotundâ: Ad eam Deus hic colebatur, quem Taraxippum, ab incutiendo equis pavore, nuncupabant. Solebant enim, iniectô terrore, circa aram hanc equi … Hofmann J. Lexicon universale
ταράκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ταρακτικός — ή, ό / ταρακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, ή, ό, Ν [ταράκτης] αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek